νομιμότητα

νομιμότητα
Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής κρατικής που ασκεί άμεση εξουσία επάνω στα άτομα και στις οργανώσεις τους, ιδιαίτερα δε της κάθε μορφής διοίκησης, πρέπει να στηρίζεται σε νόμο, σε κανόνα δικαίου, τον οποίο θέτει το αρμόδιο νομοθετικό όργανο μέσα στα πλαίσια των γενικότερων επιταγών του Συντάγματος. Η αρχή αυτή, συνδυασμένη και με την αρχή του «κράτους δικαίου», σύμφωνα με την οποία η πολιτεία δεσμεύεται και η ίδια από τις πράξεις της και κάθε κρατική αρχή υποβάλλεται σε δικαστική κρίση και αποτελεί το θεμέλιο της προστασίας του ατόμου εναντίον της ενδεχόμενης αυθαιρεσίας κάθε κρατικής αρχής και καθενός, που διαχειρίζεται την εξουσία. Έτσι, στην Ελλάδα, τα δικαστήρια δεν σταματούν ούτε και μπροστά στο νόμο, αν κρίνουν πως είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα, υπάρχει δε και το ειδικό ανώτατο δικαστήριο, το Συμβούλιο της Επικρατείας, που έχει την εξουσία να ελέγχει και να ακυρώνει διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατά παράβαση του νόμου. έννοια της ν. Γενική αρχή του σύγχρονου κράτους· γενικά στη σύγχρονη πολιτειολογία κρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», κάτω από την οποία κάθε εκδήλωση αρχής κρατικής που ασκεί άμεση εξουσία πάνω στα άτομα και στις οργανώσεις τους - και ιδιαίτερα της κάθε μορφής διοίκησης - πρέπει να στηρίζεται σε νόμο, σε κανόνα δικαίου, τον οποίο θέτει το αρμόδιο, κατά το Σύνταγμα, νομοθετικό όργανο. Η αρχή αυτή, συνδυαζόμενη και με την αρχή του «κράτους δικαίου», σύμφωνα με την οποία η πολιτεία δεσμεύεται και η ίδια από τις πράξεις της και κάθε κρατική αρχή υποβάλλεται σε δικαστική κρίση (Justizformigkeit κατά τη γερμανική ορολογία), αποτελεί το θεμέλιο της προστασίας του ατόμου εναντίον της ενδεχόμενης αυθαιρεσίας κάθε κρατικής αρχής και κάθε κρατικού οργάνου, που διαχειρίζεται την εξουσία. Έτσι, στην Ελλάδα, τα δικαστήρια δε σταματούν ούτε και μπροστά στο νόμο, αν κρίνουν πως είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα, και υπάρχει και το ειδικό ανώτατο δικαστήριο (το Συμβούλιο της Επικρατείας) που έχει την εξουσία να ακυρώνει διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατά παράβαση του νόμου, όταν την πύλη του κρούσει άτομο ή ομάδα που βλάπτεται από την παράνομη πράξη.
* * *
η (Α νομιμότης, -ητος) [νόμιμος]
η τήρηση τού νόμου, η νομιμοφροσύνη
νεοελλ.
η ιδιότητα τού νομίμου, το να είναι κάτι σύμφωνο με τους νόμους, με τους κανόνες τού δικαίου («διεθνής νομιμότητα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νομιμότητα — η 1. Το να είναι κάτι σύμφωνο με τους νόμους: Δεν αμφισβητείται η νομιμότητα της πράξης. 2. τήρηση των νόμων, προσήλωση στους νόμους, νομιμοφροσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομιμότητα — νομιμότης observance of law fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ντε φάκτο — (de facto). Όρος συνηθισμένος στη διπλωματική γλώσσα, δηλωτικός πραγματικής κατάστασης ορισμένης σχέσης ή θέσης, στην οποία βρίσκεται μια χώρα ή ένα γεγονός. Ν.φ. λέγεται κυρίως η έμμεση αναγνώριση ενός κράτους ή μιας κυβέρνησης. * * * επίρρ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • ακυρωτική δικαιοδοσία — Η εξουσία των δικαστηρίων να ακυρώνουν αποφάσεις άλλων δικαστηρίων ή πράξεις των διοικητικών αρχών, που είναι αντίθετες στο σύνταγμα και τους νόμους. Η εξουσία αυτή ανήκει στα ακυρωτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • σουννίτες — Όρος που προέρχεται από το αραβικό σούννα («παράδοση»), το οποίο χαρακτηρίζει την πλειονότητα των μουσουλμάνων, των «ορθόδοξων», σε αντίθεση με τους σχιίτες. Πράγματι, η διαφορά μεταξύ των δύο ρευμάτων βρίσκεται προπάντων στο γεγονός ότι η… …   Dictionary of Greek

  • Χρύσανθος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μαρτύρησε επί Νουμεριανού (245 – 284), μαζί με τη σύζυγό του Δαρεία την Αθηναία. Τους έθαψαν ζωντανούς σε ένα λάκκο. Η μνήμη του τιμάται στις 19… …   Dictionary of Greek

  • Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”